τετραγωνοειδής

τετραγωνοειδής
τετρᾰγωνο-ειδής, ές,
A square-shaped, of military formations, Eust. 892.12, EM674.47. Adv.

-ειδῶς Eust.469.9

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τετραγωνοειδής — square shaped masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραγωνοειδής — ές, ΝΜΑ αυτός που έχει σχήμα τετραγώνου («τετραγωνοειδὴς βωμός», Σχολ. Ευρ.). επίρρ... τετραγωνοειδῶς Μ με σχήμα τετραγώνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετράγωνος + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • τετραγωνοειδῆ — τετραγωνοειδής square shaped neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τετραγωνοειδής square shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τετραγωνοειδής square shaped masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραγωνοειδῶς — τετραγωνοειδής square shaped adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

  • τετραγωνιοειδής — ές, Μ (πιθ. αντί τετραγωνοειδής) αυτός που έχει τετράγωνο σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετραγώνιος + ειδής*] …   Dictionary of Greek

  • τετραγωνώδης — ῶδες, Α [τετράγωνος] τετραγωνοειδής …   Dictionary of Greek

  • χιτώνας — Εσωτερικό ένδυμα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι. Στους μινωικούς λαούς, ο χ. ήταν είδος περισκελίδας, από τη μέση μέχρι τα πόδια, και στους μυκηναϊκούς κοντό πουκάμισο χωρίς μανίκια, που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους. Τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”